- παρμάκι
- τοβλ. μπαρμάκι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρμάκι — το (λ. τουρκ.) 1. ξύλινη ακτίνα τροχού του αμαξιού: Κάθε τροχός του αμαξιού έχει δώδεκα παρμάκια. 2. μτφ., βούρδουλας, ξυλοκόπημα: Μου φαίνεται σου χρειάζεται παρμάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαρμάκι — και παρμάκι, το ξύλινη ακτίνα τροχού τών παλαιών αμαξών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. parmak] … Dictionary of Greek
parmac — PARMÁC, parmaci, s.m. Par sau stâlp (gros) folosit la diverse construcţii deschise (prispe, pridvoare, garduri etc.). – Din tc. parmak. Trimis de valeriu, 21.10.2005. Sursa: DEX 98 PARMÁC s. 1. v. par. 2. v. stâlp. Trimis de siveco, 13.09.2007 … Dicționar Român